βαστάγι

βαστάγι
τό
1) бечёвка, шпагат; шнурок; 2) плодоножка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βαστάγι" в других словарях:

  • βαστάγι — και βαστάι, το (Μ βαστάγιν) 1. σκοινί ή αλυσίδα από την οποία κρέμεται το καντήλι 2. σκοινί με το οποίο δένεται και εξαρτάται, κρέμεται κάτι νεοελλ. 1. ο κρίκος από τον οποίο κρέμεται το κουδούνι από το περιλαίμιο του ζώου 2. ο τοίχος γύρω από το …   Dictionary of Greek

  • αλαλάι — ἀλαλάι, το (Μ) αλαλαγμός, θόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλαλάγιον, υποκορ. τού αρχ. ουσιαστ. ἀλαλαγή. Για τον σχηματισμό τής λ. ἀλαλάι πρβλ. και ἀγωγή > ἀγώγιον > ἀγώγι και ἀγώι, ἀλαγή > ἀλλάγιον > ἀλλάι, βασταγή > βαστάγιον > βαστάγι …   Dictionary of Greek

  • βασταγίδα — η [βαστάγι] η αλυσίδα ή το σκοινί του καντηλιού …   Dictionary of Greek

  • βασταγιά — η [βαστάγι] 1. το δέμα 2. σωματική δύναμη, αντοχή 3. στήριγμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»